- πότνι'
- πότνια , πότνιαmistressfem nom/voc sgπότνιαι , πότνιαmistressfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Inhalt der Ilias — Dieser Artikel beschreibt ausführlich den Inhalt der Ilias, eines der ältesten Werke der griechischen und europäischen Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Überblickstabelle 2 Bücher eins bis vier 3 Bücher fünf bis acht … Deutsch Wikipedia
Ενυώ — Αρχαία πολεμική θεότητα. Οι μυθογράφοι την εμφανίζουν άλλοτε ως μητέρα, άλλοτε ως τροφό ή κόρη και άλλοτε ως σύντροφο του Άρη και μητέρα του Ενυαλίου. Συνοδός της είναι ο Κύδοιμος, που προσωποποιεί τη βοή των μαχών. Η Ε. ήταν αντίπαλος της Αθηνάς … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
σαλαμινιάς — άδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) θηλ. τού σαλαμίνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλαμίνιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ποτνι άς)] … Dictionary of Greek
σπέος — και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α βαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ. β. «νύμφη πότνι ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον*. Ο… … Dictionary of Greek
poti-s — poti s English meaning: owner, host, master, husband Deutsche Übersetzung: “Hausherr, Herr; Gatte” Material: O.Ind. páti , Av. paiti “master, mister, lord, master, Gemahl”; O.Ind. pátnī “mistress, wife”, Av. paϑnī “mistress”;… … Proto-Indo-European etymological dictionary